Το άγος
του δημόσιου
χρέους: Όταν
σώφρονες
τεχνοκράτες
ε¹ισήμαιναν το ε¹ερχόμενο
αδιέξοδο, οι
¹ολιτικοί μας ǹερί
(τα συνήθη) άλλαÈ
μεριμνούσαν...
(Ε¹ιστολή
του Pαφαήλ
Πα¹αδό¹ουλου,
ομότιμου
καθηγητή Θερμοδυναμικής,
¹ου δημοσιεύτηκε
στην
ÇΚαθημερινήÈ
στις 18 Ιανουαρίου
1996)
Αυτό ¹ου
γράφτηκε στο
κύριο άρθρο
της
ÇΚαθημερινήςÈ
στις 3
Δεκεμβρίου 1995,
¹ως η ευημερία
της δεκαετίας
του Õ80 ήταν ε¹ί¹λαστη
αφού
χρηματοδοτήθηκε
με δανεικά,
είναι μια ¹ραγματικότητα
¹ου δεν
ακούγεται
συχνά α¹ό
¹ολιτικά χείλη.
Η σκό¹ιμη
α¹οσιώ¹ηση της αλήθειας,
σχετικά με τις
ιστορικές
καταβολές του
δημόσιου
χρέους, συντηρεί
μια σειρά α¹ό
ψευδαισθήσεις
¹ου καθηλώνουν
τον ¹ολιτικό
μας λόγο σε μια
τεχνητή και
ξε¹ερασμένη α¹Õ
τα γεγονότα
αντιδικία.
Στο
¹ολιτικό
σκηνικό, ¹ου
κυριαρχεί α¹ό
χρόνια, οι
αριθμοί
α¹οκτούν
¹ολιτική
διάσταση και
ανάλογη
ευκαμψία. Η
κυβέρνηση
¹ροσ¹αθεί με
τεχνάσματα,
λογιστικά και
άλλα, να
μειώσει τις
διαστάσεις του
χρέους, στην
¹ροσ¹άθειά της
να ¹είσει ¹ως τα μέτρα
¹ου ¹ήρε είναι
αρκετά για Çτη
σύγκλιση και
ανάκαμψη της
οικονομίαςÈ,
ενώ η
αντι¹ολίτευση
υ¹οστηρίζει ¹ως
τα κυβερνητικά
μέτρα είναι
ÇαντιλαϊκάÈ και σκληρότερα
α¹Õ αυτά ¹ου
χρειάζονται.
ΜÕ αυτό
τον τρό¹ο η συζήτηση
καταλήγει σε
στείρες
αντι¹αραθέσεις
γύρω α¹ό
ρευστές και
ε¹ί¹λαστες
έννοιες ό¹ως Çη
λιτότηταÈ, Çτα
όρια αντοχής
του λαούÈ και
άλλα ¹αρόμοια ¹ου
με τη σειρά
τους
α¹οκλείουν
κάθε ¹ροσ¹άθεια
για εξέταση
και
αντιμετώ¹ιση
του
¹ροβλήματος α¹ό
ουσιαστική και
ρεαλιστική
βάση.
Για
¹αράδειγμα ο
¹ολιτικός μας
λόγος δεν
φαίνεται να
ασχολείται με
τον ¹αραλογισμό
¹ου θέλει την
ε¹ί¹λαστη
ευδαιμονία των
δανεικών σαν
μέτρο
συγκρίσεως με
βάση το ο¹οίο
κάθε άλλη
κατάσταση, ¹ου
υστερεί σε
καταναλωτική
υ¹ερβολή,
χαρακτηρίζεται
σαν ÇλιτότηταÈ.
Ε¹ίσης ο
καθορισμός των
Çορίων αντοχής
του λαούÈ φαίνεται
να είναι ανεξάρτητος
α¹ό συγκρίσεις
με τις θυσίες
¹ου καλούνται
να ε¹ωμισθούν
άλλοι λαοί –¹ου
έχουν
μικρότερα α¹Õ τα
δικά μας
δημόσια
ελλείμματα– τόσο
στον τομέα της
ανεργίας όσο
και σÕ αυτόν της
φορολογίας.
Γιατί το ¹οσοστό
της ανεργίας
στην Ελλάδα –το
ε¹ίσημο τουλάχιστο–
¹αρÕ όλο ¹ου είναι
σε άνοδο είναι
μικρότερο του
μέσου όρου για
τις χώρες της
Ευρω¹αϊκής
Ενώσεως (Ε.Ε.) και
μικρότερο α¹ό
το μισό αυτού
της Ισ¹ανίας.
Α¹Õ την
άλλη μεριά η
συνολική
φορολογία στην
Ελλάδα, σαν
¹οσοστό του
Ακαθαρίστου
Εθνικού
Προϊόντος (Α.Ε.Π.),
είναι α¹Õ τις
χαμηλότερες
για την Ε.Ε.,
χωρίς να
λογαριάσει
κανείς το
μεγάλο
συγκριτικά ύψος
της ελληνικής
¹αραοικονομίας
¹ου κάνει το
¹οσοστό της
¹ραγματικής
φορολογίας
ακόμη ¹ιο μικρό.
(Το ¹ρόβλημα της
ελληνικής φορολογίας
δεν βρίσκεται
στο ύψος της
αλλά στη
διάρθρωσή της
και αυτό κάνει
τη συζήτηση
για τα Çόρια αντοχής
του λαού, ακόμα
¹ιο ακατανόητη).
Α¹Õ την
άλλη μεριά η
συζήτηση για σύγκλιση
και ανάκαμψη
της οικονομίας,
με τον τρό¹ο ¹ου
γίνεται, δεν
μ¹ορεί ¹αρά να
έχει αρνητικές
ε¹ι¹τώσεις, αφού
δημιουργεί
ανεδαφικές
¹ροσδοκίες.
Σύγκλιση
δεν μ¹ορεί να
υ¹άρξει όσο το
συνολικό δημόσιο
χρέος
αυξάνεται με
ρυθμούς ¹ου
είναι αδύνατο
να καλυφθούν α¹Õ
την αύξηση του
εθνικού
εισοδήματος
(Το συνολικό
δημόσιο χρέος
α¹ό 131% του Α.Ε.Π. ¹ου
ήταν το 1994 υ¹ολογίζεται
¹ως θα γίνει 140%
του Α.Ε.Π. το 1995 και
147% του Α.Ε.Π. το 1996).
Σύγκλιση δεν
μ¹ορεί να
υ¹άρξει ε¹ίσης
γιατί, όσο το
ελληνικό
δημόσιο χρέος
¹αραμένει σε
τόσο υψηλά
ε¹ί¹εδα ο μέσος
ρυθμός
ανα¹τύξεως της
ελληνικής οικονομίας
είναι και θα
¹αραμείνει
χαμηλότερος α¹Õ
το μέσο όρο
ανα¹τύξεως των
οικονομιών των
χωρών της Ε.Ε.
Η
οικονομική
ανάκαμψη είναι
το ίδιο
¹ροβληματική
όταν η ¹ληρωμή
των τόκων
α¹ορροφά το 50% των
δημοσίων
εσόδων και οι
α¹αιτήσεις της
αυξάνονται με
ρυθμούς ¹ου δεν
μ¹ορούν να
καλυφθούν α¹ό
ο¹οιαδή¹οτε
αύξηση του Α.Ε.Π.
Μ¹ροστά
σÕ αυτή την
κατάσταση
εκείνο ¹ου ¹ρέ¹ει
ίσως να μας α¹ασχολήσει,
¹ριν και
¹ερισσότερο α¹Õ
οτιδή¹οτε άλλο,
είναι ο
τρό¹ος με τον
ο¹οίο συζητάμε
τα ¹ροβλήματά
μας και γενικότερα
η ¹οιότητα του
¹ολιτικού μας λόγου.
Το
δημόσιο χρέος
είναι το
σύμ¹τωμα μιας
¹ολιτικής
¹ρακτικής και
μεθοδολογίας
¹ου
εξακολουθεί να
υ¹άρχει. Και η
ευθύνη γιÕ αυτό
δεν
¹εριορίζεται
στους
¹ολιτικούς
αλλά βαρύνει
ολόκληρο το
λαό της Ελλάδας.
Μέσα στον
ενθουσιασμό
¹ου ¹ροκάλεσαν
ÇχαρισματικοίÈ
ηγέτες, με
όραμα τη διατήρησή
τους στην
εξουσία,
ξεχάσαμε, στη
δεκαετία του Õ80,
να ρωτήσουμε
εαυτούς και
αλλήλους για
το ¹ώς θα
¹ληρωθούν τα
δανεικά. Και
ακόμα και
σήμερα, μ¹ροστά
όταν ασφυκτικά
αδιέξοδα, δεν
φαίνεται να
έχουμε
συνειδητο¹οιήσει
το ¹ρόβλημα με
την ¹ροσδοκία
ίσως, ¹ως οι
ÇχαρισματικοίÈ
μας ηγέτες θα
ε¹αναφέρουν
στην τάξη τους
ατακτούντες
αριθμούς.
Ε¹ειδή όμως
οι ε¹ιλογές
στην ¹ολιτική
–ό¹ως και στην
καθημερινή
ζωή–
σχετίζονται με
¹ραγματικά ¹ροβλήματα
¹ου δεν
¹εριμένουν, η α¹όσταοη ανάμεσα
στις
α¹αιτήσεις του
δημοσίου
χρέους και
στην α¹οτελεσματικότητα
των μέτρων ¹ου
¹αίρνονται για
την
αντιμετώ¹ισή
του εξακολουθεί
να αυξάνεται.
Και μια
ακόμα αλήθεια
–¹ου ε¹ίσης
ακούγεται
συχνά– είναι
¹ως αν η
φιλότιμη
¹ροσ¹άθεια ¹ου
γίνεται σήμερα
γινόταν το 1987 ή
ακόμη και το 1991,
θα ήταν με το
¹αρα¹άνω αρκετή
για να αναστρέψει
την ¹ορεία του
χρέους.
Σήμερα
όμως δεν είναι.
Κατά συνέ¹εια
χρειάζεται
¹ερισσότερο
φιλότιμη
¹ροσ¹άθεια και
το φιλότιμο
¹ρέ¹ει να βρεθεί
το γρηγορότερο.
Δεν υ¹άρχει
άλλη διέξοδος
και κάθε
αναβολή στην
αναζήτηση
φιλότιμου
σήμερα θα α¹αιτήσει
¹ολύ μεγαλύτερες
δόσεις
φιλότιμου σε
λίγα χρόνια, αν
υ¹οθέσουμε
βέβαια ¹ως θα
υ¹άρχει ακόμη
καιρός.